Η Θήβα από τη ρωμαϊκή κατάκτηση (146 π. Χ.) ως το τέλος του Μεσαίωνα (1460 μ. Χ.)
του Φάνη Καλαϊτζάκη
1. Υστερορωμαϊκη εποχή (146 π. Χ. – 330 μ. Χ.)
Μετά τη συντριπτική ήττα των Ελλήνων της αχαϊκής συμπολιτείας το 146 π. Χ. στη Λευκόπετρα της Κορινθίας από το ρωμαίο στρατηγό Λεύκιο Μόμμιο, όλη η Ν. Ελλάδα πέρασε στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Επομένως και η Βοιωτία με την πρωτεύουσα πόλη της, τη Θήβα. Το Κοινό των Βοιωτών διαλύθηκε, οι φιλορωμαίοι ολιγαρχικοί επανήλθαν και η πόλη κλήθηκε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις. Λιγότερο από ένα αιώνα αργότερα (86 π.Χ.) η Θήβα θα τιμωρηθεί και πάλι από έναν άλλο ρωμαίο στρατηγό, τον Σύλλα, γιατί είχε την ατυχία να συνταχθεί με το μέρος του Μιθριδάτη. Οι καλλιτεχνικοί της θησαυροί συλήθηκαν και μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, ενώ το ήμισυ των εδαφών της χορηγήθηκε στο Μαντείο των Δελφών. Νέα ατυχία έπληξε την πόλη το 48 π.Χ. όταν συμπαρατάχθηκε στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας πάλι με τον χαμένο του νέου ρωμαϊκού εμφυλίου πολέμου, τον Πομπήιο. Έκτοτε η πόλη άρχισε να παρακμάζει, οι δε λιγοστοί κάτοικοί της περιορίστηκαν στο μικρό λόφο της Καδμείας. Μικρή ανάσα αποτέλεσε η επίσκεψη του αυτοκράτορα Αδριανού το 125 μ.Χ., ο οποίος όμως είχε στο μεταξύ εξαντλήσει το φιλελληνικό του ενδιαφέρον στην Αθήνα και τις Θεσπιές. Η Θήβα θα περάσει στη σιωπή και την παρακμή. Αυτή τη μικρή και παρακμασμένη πόλη θα περιηγηθεί και θα περιγράψει ο Παυσανίας στα μέσα του 2ου μ. Χ. αιώνα. Στο μεταξύ μια νέα επιδρομή βαρβάρων από το Βορρά (Κριμαία), των Κοστωβώκων, θα επιδεινώσει την κατάσταση (172 μ.Χ.). Κάτω από αυτές τις συνθήκες, χωρίς την πατροπαράδοτη πολιτιστική ζωή, θα έρθει ο Χριστιανισμός να συμπληρώσει το κενό και θα βρει πρόσφορο έδαφος για να ριζώσει ήδη από τα μέσα του 2ου αιώνα, όπως μπορεί να υποθέσει κανείς από κάποιες επιτύμβιες επιγραφές αβέβαιης χρονολόγησης. Πάντως ήδη στα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα το μεγαλύτερο μέρος της Βοιωτίας έχει εκχριστιανιστεί.
Σ’ όλη τη διάρκεια των μακρών αυτών αιώνων η ρωμαϊκή κυριαρχία εκλήφθηκε ως η φυσική πολιτική τάξη πραγμάτων, μεταμορφώθηκε σε ρωμαίικη, και στο τέλος σε ελληνική! Υπό αυτήν την τάξη πραγμάτων η πόλη της Θήβας, με τους λιγοστούς κατοίκους της, εισέρχεται στον Πρώιμο Μεσαίωνα (πρωτοβυζαντινή εποχή).
2. Πρωτοβυζαντινή εποχή (4ος, 5ος και 6ος αι. μ. Χ.)
Κατά την περίοδο αυτή φαίνεται ότι ανανεώνονται τα τείχη της πόλης όπως αποδεικνύει η αδυναμία του Αλάριχου το 396 να κυριεύσει τον οχυρωμένο αυτό οικισμό. Ταυτόχρονα, κατά τη μόδα της εποχής, κτίζονται και εδώ μία ή δύο μεγαλόπρεπες βασιλικές με πολυτελή διακόσμηση όπως φανερώνουν τα ψηφιδωτά δάπεδα που σώθηκαν. Τα νομισματικά ευρήματα είναι λίγα, αλλά υποδηλώνουν την ύπαρξη κάποιας εμπορικής κίνησης στο μοναδικό αστικό κέντρο της Βοιωτίας. Η εικόνα πάντως της μικρής αυτής πόλης αρχίζει να σκοτεινιάζει περί τα μέσα του 6ου αιώνα, αφού καμιά μνεία της δεν υπάρχει στις εκκλησιαστικές πηγές. Ίσως ο μεγάλος σεισμός του 551 που έπληξε όλη την Ανατολική Στερεά Ελλάδα να κατάφερε ισχυρότατο πλήγμα και σ’ αυτήν. Και αυτό, σε συνδυασμό με τον πανικό που προκάλεσαν οι σλαβικές επιδρομές περί τα τέλη του 6ου αιώνα, όπως μαρτυρούν οι νομισματικοί θησαυροί αλλού και στη Θήβα. Σε τελική αποτίμηση, η πόλη της Θήβας επιβίωσε με επιτυχία ως αγροτόπολη κατά την πρωτοβυζαντινή εποχή, αλλά θα πρέπει οριστικά πλέον να απορρίψουμε τις ανιστόρητες αφηγήσεις που κυριαρχούσαν μέχρι σήμερα ότι υπήρξε από τόσο νωρίς κέντρο μεταξοκαλλιέργειας ή ότι τα τείχη της ανακτίστηκαν επί Ιουστινιανού.
3. Μεσοβυζαντινή εποχή (7ος -12ος αι.)
Οι δύο πρώτοι αιώνες (7ος – 8ος) αυτής της μακράς περιόδου αποτελούν το πιο σκοτεινό τμήμα της ιστορίας της Θήβας. Δεν υπάρχει καμιά πληροφορία – αφηγηματική ή αρχαιολογική – για την τύχη της πόλης. Ούτε ένα νόμισμα, ούτε ένα αρχιτεκτονικό σπάραγμα, ούτε μια νύξη σε κείμενο δεν βρέθηκε που να μαρτυρεί την ύπαρξη οικισμού με το όνομα Θήβα αυτούς τους αιώνες. Πρόκειται βέβαια για τους λεγόμενους “σκοτεινούς αιώνες” που αφορούν ολόκληρο το νοτιοελλαδικό χώρο. Φαίνεται ότι η κεντρική βυζαντινή εξουσία έχασε τον έλεγχο της περιοχής εξαιτίας των μεγάλων ανατροπών που προκάλεσαν οι σλαβικές επιδρομές και εγκαταστάσεις στην κεντρική και νότια Ελλάδα, όπου μόνο ο παράλιος χώρος παρέμεινε υπό άμεση βυζαντινή διοίκηση. Μπορούμε μόνο να υποθέσουμε ότι μια τόσο οχυρή θέση σε μια τόσο πλούσια γεωργική ενδοχώρα, με τόσο πλούσιο οικοδομικό υλικό δεν μπορεί παρά να συνέχισε να κατοικείται, αλλά η σημασία του και η μοίρα του δεν ενδιέφερε κανένα ιστοριογράφο της Κωνσταντινούπολης. Από τις αρχές όμως του 9ου αιώνα αποκαταστάθηκε η κεντρική βυζαντινή διοίκηση στην περιοχή με την αποστολή βυζαντινών αξιωματούχων στη Θήβα και τον Ορχομενό, όπως αποδεικνύουν ανασκαφικά ευρήματα (π.χ. το αργυρό πινάκιο της Ειρήνης της Αθηναίας) και οι αφιερωματικές επιγραφές των ναών του Άγ. Γρηγορίου στη Θήβα και της Παναγίας (Σκριπού) στον Ορχομενό. Τώρα η Θήβα γίνεται πρωτεύουσα του θέματος Ελλάδος, αφού αποσπάται σε ξεχωριστό θέμα η Πελοπόννησος (805). Η πόλη αποκτά ξανά όλα τα οικονομικά και γεωπολιτικά προσόντα που ανέκαθεν διέθετε: πλούσια γεωργική ενδοχώρα και συγκοινωνιακό σταυροδρόμι βορρά – νότου (Θεσσαλονίκη – Κόρινθος) και ανατολής – δύσης (Θίσβη – Χαλκίδα).
Οι επόμενοι αιώνες (10ος, 11ος και 12ος) αποτελούν εποχή ακμής της πόλης κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο. Μνημεία και κείμενα μαρτυρούν αυτή την ακμή: είναι οι μεγαλόπρεποι δίδυμοι ναοί του μοναστικού συγκροτήματος του Οσίου Λουκά (το οποίο επιχορηγούνταν από τη γεωκτημονική αριστοκρατία της Θήβας), το πολύτιμο αγιογραφικό κείμενο του Βίου του Οσίου, το περίφημο φορολογικό κατάστιχο (του Σβορώνου), τα πολυπληθή νομισματικά και σφραγιστικά ευρήματα, οι αφηγηματικές πηγές (Βενιαμίν Τουδέλας, Μιχαήλ και Νικήτας Χωνιάτης και πολλοί άλλοι). Η εισαγωγή και καλλιέργεια του μεταξιού στις αρχές του 11ου αιώνα, η παρουσία χιλιάδων Εβραίων, η ζωηρή εμπορική δραστηριότητα, οι ληστρικές επιθέσεις Βουλγάρων (αρχές και τέλη 10ου αι.) και Νορμανδών (1147), η παρουσία δραστήριων εκκλησιαστικών ανδρών (Νίκων Μετανοείτε και Ιωάννης Καλοκτένης), οι Βενετοί και Αρμένιοι που εμπορεύονται εδώ, όλα αυτά μαρτυρούν ανάπτυξη οικιστική, οικονομική και πολιτιστική. Η πόλη αφήνει τα στενά όρια της Καδμείας και ξεχειλίζει στον κάμπο. Κτίζονται δεκάδες μικροί ναοί και περιφερειακά μοναστήρια, ενώ τα τείχη επισκευάζονται για τις ανάγκες δύσκολων καιρών. Αλλά βέβαια η βυζαντινή διοίκηση με τους στρατιωτικούς και φορολογικούς υπαλλήλους της διασπαθίζει το μόχθο των γεωργών και των εμπόρων της προκαλώντας τη βαθιά δυσαρέσκεια και αποξένωση των κατοίκων. Έτσι ώστε, όταν στα 1204 η πόλη θα κληρωθεί να περάσει στα χέρια των σταυροφόρων της 4ης σταυροφορίας, οι Θηβαίοι θα υποδεχθούν το μικρό στρατιωτικό απόσπασμα του Βονιφάτιου του Μομφερατικού ως οιονεί απελευθερωτές. Και οι βυζαντινοί Έλληνες της Θήβας μαζί με τους φιλοξενούμενους πληθυσμούς, Εβραίους και Αρμένιους, θα περάσουν σε μια νέα κυριαρχία, τη λατινική.
4. Φραγκοκρατία (ή Λατινοκρατία): 1204 – 1466
Η μακρά αυτή ιστορική περίοδος (δυόμισι αιώνες) υποδιαιρείται σε τρεις μικρότερες ανάλογα με τη γεωγραφική προέλευση του λατίνου κατακτητή. Έτσι, στην πρώτη φάση έχουμε το βουργουνδικό δουκάτο Αθηνών και Θηβών (1204 – 1311), στη δεύτερη την Καταλανική Εταιρεία (1311-1379) και στην τρίτη το φλωρεντινό δουκάτο των Ατζαγιόλι (1379 – 1460). Η Θήβα κάτω από τις ξενικές αυτές κυριαρχίες διατηρεί την πρωτεύουσα θέσης της για λόγους οικονομικούς (μεγάλη εμπορική δραστηριότητα και πλούσια γεωργική παραγωγή) και στρατιωτικούς (στρατηγική συγκοινωνιακή θέση και ισχυρά τείχη). Αλλά οι υποτελείς βυζαντινοί Έλληνες θεώρησαν τους αλλόδοξους και αλλόγλωσσους δυτικούς κατακτητές ως ξένο σώμα και ελάχιστα συγχρωτίστηκαν μαζί τους. Γι’ αυτό τα μόνα λείψανα της παρουσίας τους στη Βοιωτία και τη Θήβα είναι κάποιοι ερειπωμένοι πύργοι, με ξεχωριστό εκείνο της Θήβας των Σαιντ Ομέρ.
Για την πρώτη ημιπερίοδο αρκεί να αναφέρουμε τα ονόματα των κυρίαρχων οικογενειών, των Βουργουνδών Ντελαρός και των Φλαμανδών Σαιντ Ομέρ. Η δέυτερη φάση ξεκίνησε με ιδιαίτερα βίαιο τρόπο, αφού μια μισθοφορική καταλανική εταιρεία συνέτριψε τους γάλλους ιππότες στην περίφημη μάχη του Αλμυρού το 1311. Οι Καταλανοί αυτοί τυχοδιώκτες κράτησαν τη Θήβα για 70 χρόνια, εωσότου ένας φλωρεντινός έμπορος, ο Νέριο Ατζαγιόλι, πλήρωσε μια άλλη μισθοφορική εταιρεία, τους Ναβαρέζους, οι οποίοι την άνοιξη του 1379 κατέλαβαν την πόλη και την παρέδωσαν στον εργοδότη τους. Έκτοτε η οικογένεια Ατζαγιόλι κυβέρνησε τη Θήβα και τη Βοιωτία επιτυχώς ως τα 1435, οπότε ο Εβρενός μπέης την κατέλαβε για λογαριασμό των Οθωμανών. Αλλά οριστικά η πόλη και ολόκληρη η Βοιωτία θα ενσωματωθεί στο οθωμανικό κράτος το 1460. Στο μεταξύ ένα νέο εθνολογικό στοιχείο, οι Αλβανοί, ήδη από τις αρχές του 15ου αιώνα, έχουν διεισδύσει σε μεγάλο μέρος της βοιωτικής υπαίθρου, όπου σταδιακά εγκαθίστανται μόνιμα. Αλλά απουσιάζουν από την πόλη της Θήβας, όπως φανερώνουν τα οθωμανικά κατάστιχα του έτους 1466. Από εδώ αντλούμε και την πληροφορία ότι η πόλη τώρα έχει περίπου 2.500 κατοίκους, όταν ολόκληρη η Βοιωτία έχει 15.000. Με αυτά τα δημογραφικά δεδομένα ολόκληρη η περιοχή εισέρχεται σε μια νέα ιστορική περίοδο.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η πόλη παράκμασε οικονομικά τελείως. Ωστόσο δεν έλειψε εντελώς η μεταξουργία, η εριουργία και η υφαντουργία.
Κατά τον Τουρκοβενετικό πόλεμο, στα πλαίσια της εκστρατείας του Φραγκίσκου Μοροζίνη, το φρούριο της πόλης κατελήφθη από τους Βενετούς με τη βοήθεια των Ελλήνων κλεφτοαρματολών Παρνασίδας, Υπάτης και Δωρίδας. Η πόλη απελευθερώθηκε προσωρινά για να περιέλθει οριστικά στους Τούρκους το 1695.
Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 απελευθερώθηκε από τους Έλληνες πολεμιστές κατά διαταγή του Αθ. Διάκου. Κατά τον απελευθερωτικό αγώνα αναδείχθηκαν οι αδελφοί Σκουρτανιώτες. Η πόλη απελευθερώθηκε οριστικά το 1829 μετά τη νίκη του Δ. Υψηλάντη στη μάχη της Πέτρας.
Μετά την απελευθέρωση, λόγω σεισμών και του εμπορικού ανταγωνισμού της Λιβαδειάς, η πόλη δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλαιά οικονομική της αίγλη.
Η σιδηροδρομική της σύνδεση και η αποξήρανση της Κωπαϊδας βελτίωσαν την οικονομική της θέση.
Η Θήβα επλήγη από σεισμούς, φοβερότεροι των οποίων ήταν αυτοί του 1858, 1894 και 1914. μετά την Μικρασιατική Καταστροφή πολλοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην πόλη και έδωσαν ιδιαίτερο τόνο και χρώμα στη ζωή και την πρόοδό της. Η ευρύτερη περιοχή της Θήβας συγκαταλέγεται στις γονιμότερες περιοχές της χώρας. Τα κυριότερα γεωργικά προϊόντα της είναι δημητριακά, κηπευτικά καπνός και βαμβάκι.
Στο τελευταίο μισό του 20ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και στη ζώνη επιρροής της πολυάριθμες βιομηχανικές μονάδες.
Στις σημαντικότερες από αυτές συγκαταλέγονται εργοστάσια υφαντουργίας, πλαστικών ειδών, σωληνουργίας, τσιμέντου, ηλεκτρικών συσκευών κ.α.